Ἀχερουσίᾳ

Ἀχερουσίᾳ
Ἀχερουσίᾱͅ , Ἀχερούσιος
of Acheron
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀχερουσία — Ἀχερουσίᾱ , Ἀχερούσιος of Acheron fem nom/voc/acc dual Ἀχερουσίᾱ , Ἀχερούσιος of Acheron fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχερουσία — I Αποξηραμένη λίμνη του νομού Πρέβεζας. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την Α. την είσοδο του Άδη. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 222 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου …   Dictionary of Greek

  • Ἀχερούσια — Ἀχερόντιος of Acheron fem voc sg Ἀχερόντιος of Acheron neut nom/voc/acc pl Ἀχερούσιος of Acheron neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερουσίας — Ἀχερουσίᾱς , Ἀχερούσιος of Acheron fem acc pl Ἀχερουσίᾱς , Ἀχερούσιος of Acheron fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АХЕРУСИЯ —    • Άχερουσία λίμνη,          Acherusia,        1. см. Άχέρων, Ахеронт;        2. маленькое озеро в Кампании между Кумами и Мизеном, н. Lago di Fusaro;        3. место, обнесенное каменными стенами, близ Гермионы в Арголиде, подле расселины,… …   Реальный словарь классических древностей

  • κἀχερουσίαν — Ἀχερουσίᾱν , Ἀχερούσιος of Acheron fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχερουσίαν — Ἀχερουσίᾱν , Ἀχερούσιος of Acheron fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Achervsia — ACHERVSIA, æ, Gr. Ἀχερουσία, ας, ein großer Pfuhl in der Hölle, worüber die Seelen der Verstorbenen von dem Charon geführet wurden, Suid. in Ἀχερουσία;, und daher den δανάκην, oder das Fuhrlohn dafür entrichten mußten, das ihnen darzu jederzeit… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”